- θρασύμυθος
- θρασύ-μῡθος, ον,A bold of tongue, saucy, Id.O.13.10 (v.l. -θυμος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρασύμυθος — θρασύμυθος, ον (Α) αυτός που μιλά με θράσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + μυθος (< μύθος), πρβλ. εύ μυθος, πολύ μυθος] … Dictionary of Greek
θρασύμυθον — θρασύμῡθον , θρασύμυθος bold of tongue masc/fem acc sg θρασύμῡθον , θρασύμυθος bold of tongue neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek